παραχωρητικός

παραχωρητικός
παραχωρ-ητικός, ή, όν,
A disposed to yield in respect of,

δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c

; τὸ -κόν complaisance, M.Ant. 1.16.
II in Law. received or executed in consideration for a surrender,

ἀργύριον BGU906.10

(i A.D.) ;

διεγγύημα PLond.2.300.14

(ii A.D.) ;

ὁμολογία Sammelb.6000.15

(vi A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραχωρητικός — disposed to yield in respect of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχωρητικός — ή, ό / παραχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραχωρώ] αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση νεοελλ. φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις αρχ. 1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει… …   Dictionary of Greek

  • παραχωρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση δικαιώματος ή πράγματος: Οι παραχωρητικές προτάσεις λέγονται και ενδοτικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχωρητικῶν — παραχωρητικός disposed to yield in respect of fem gen pl παραχωρητικός disposed to yield in respect of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχωρητικόν — παραχωρητικός disposed to yield in respect of masc acc sg παραχωρητικός disposed to yield in respect of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”